- ἀπωμοτικός
- ἀπ-ωμοτικός, zum Abschwören geneigt, abschwörend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απωμοτικός — ἀπωμοτικός, ή, όν (AM) [απώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση … Dictionary of Greek
ἀπωμοτικά — ἀπωμοτικός of neut nom/voc/acc pl ἀπωμοτικά̱ , ἀπωμοτικός of fem nom/voc/acc dual ἀπωμοτικά̱ , ἀπωμοτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικόν — ἀπωμοτικός of masc acc sg ἀπωμοτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικοῖς — ἀπωμοτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικῶς — ἀπωμοτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικῷ — ἀπωμοτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμοτικός — κατωμοτικός, ή, όν (Μ) [κατώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καταφατικό όρκο, σε αντιδιαστολή με το απωμοτικός («ἀπωμοτικὸν μὲν τὸ μά, κατωμοτικὸν δὲ τὸ νή», Ευστ.). επίρρ... κατωμοτικώς (ΑΜ) (για όρκο) με καταφατικό τρόπο … Dictionary of Greek